- ἰανοκρήδεμνος
- ἰανοκρήδεμνοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιανοκρήδεμνος — ἰανοκρήδεμνος, ον (Α) 1. αυτός που φοράει μενεξεδιά μαντήλα, μενεξεδί κεφαλόδεσμο 2. στεφανωμένος με ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιανο (πρβλ. ιανογλέφαρος) + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος, μαντήλι κεφαλιού»] … Dictionary of Greek